Λαμβάνοντας υπόψη τα αριθμητικά δεδομένα του πίνακα και
αξιοποιώντας συνδυαστικά την ιστορική σας γνώση, να αναφερθείτε στην εξέλιξη
της έκτασης και του πληθυσμού της Ελλάδας την περίοδο 1838–1936.
Τα αριθμητικά στοιχεία του πίνακα
που μας δόθηκε προς αξιολόγηση αποτυπώνουν την εξέλιξη της έκτασης και του
πληθυσμού της Ελλάδας από το 1838 μέχρι και το 1936. Στο πρωτογενές αυτό υλικό
πληροφόρησης παρατηρούμε τα συγκεντρωτικά δεδομένα προγενέστερων ερευνών που
αφορούν στην προαναφερθείσα ιστορική περίοδο ως προς την έκταση και τον
πληθυσμό και τα οποία λειτουργούν ενισχυτικά και διευκρινιστικά ως προς την
ιστορική μας γνώση.
Όπως
γνωρίζουμε, λοιπόν, η Ελλάδα ήταν μικρή σε έκταση και ολιγάνθρωπη. Εδαφικά ο
κορμός της χώρας ήταν η Ρούμελη και ο Μοριάς, όπως στα επαναστατικά χρόνια, η
γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού αποτελούσε τα βόρεια σύνορά της, ενώ από τα νησιά
του Αιγαίου της ανήκαν οι Βόρειες Σποράδες και οι Κυκλάδες. Από την άλλη, είναι
λογικό ο πληθυσμός της χώρας να είναι μικρός, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι
δεν έχει περάσει αρκετός χρόνος από το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία
είχε κοστίσει τη ζωή αρκετών αγωνιστών ανεξαρτήτου φύλου και ηλικίας.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, τα όσα προαναφέρθηκαν κατανοούμε γιατί η έκταση του
κράτους ήταν μόλις 47.516 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός μόνο 752.000
κάτοικοι.
Το
επόμενο έτος για το οποίο πληροφορούμαστε για την εδαφική και πληθυσμιακή
κατάσταση του ελληνικού κράτους είναι το 1851. Όπως παρατηρούμε, η έκταση του
παραμένει αμετάβλητη, σε αντίθεση με τον πληθυσμό που έχει αυξηθεί ξεπερνώντας
οριακά το 1.000.000 κατοίκους (1.015.000). Η μεταβολή αυτή οφείλεται αφενός στη
φυσική αύξηση του πληθυσμού (γεννήσεις) και αφετέρου στην εγκατάσταση στον
ελληνικό χώρο Ελλήνων από τις αλύτρωτες περιοχές. Να επισημανθεί ότι παρά το
γεγονός της μικρής έκτασης του κράτους και της μικρής συγκριτικά με άλλες χώρες
της Δυτικής Ευρώπης πυκνότητα του πληθυσμού, η οποία κυμαινόταν από 15 (1828)
σε 43 (1911) κατοίκους στο τετραγωνικό χιλιόμετρο, ο πληθυσμός παρατηρούμε ότι
αυξανόταν με γρήγορους ρυθμούς, χωρίς ποτέ να εξαντλούνται τα περιθώρια
δημογραφικής εξέλιξης σε μια τόσο αραιοκατοικημένη χώρα. Βέβαια, σε περιόδους
κρίσης, όπως ο ναυτικός αποκλεισμός, το 1854, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου,
σημειώνονταν ανθρώπινες απώλειες λόγω της πείνας και των ασθενειών.
Την
προαναφερθείσα πληροφορία για τον πληθυσμό πρέπει να τη συνδέσουμε χρονικά και
με το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του 1851-1871. Όπως παρατηρούμε, ο
πληθυσμός της χώρας έχει αυξηθεί πλησιάζοντας το 1.500.000 κατοίκους
(1.480.000). Η μεταβολή αυτή οφείλεται αφενός στους παράγοντες που
προαναφέρθηκαν (φυσική αύξηση πληθυσμού, άφιξη και εγκατάσταση Ελλήνων από τις αλύτρωτες
περιοχές) και αφετέρου στην προσάρτηση των Επτανήσων (1864). Με την ενσωμάτωση αυτής
της περιοχής το ελληνικό κράτος θα αυξήσει την έκτασή του, η οποία θα ξεπεράσει
τα 50.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (50.211 τετρ. χλμ.).
Η εδαφική
και πληθυσμιακή αποτύπωση στον πίνακα ολοκληρώνεται για τον 19ο αιώνα με το
έτος 1881. Η αύξηση κατά 13.395 τετραγωνικά χιλιόμετρα οφείλεται στην
προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας. Έτσι, τα βόρεια σύνορα του ελληνικού
κράτους άγγιξαν τον Όλυμπο και τη Μακεδονία. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό,
επηρέασε και τον πληθυσμό, ο οποίος πλέον ανέρχεται στους 2.004.000 κατοίκους.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πληθυσμός επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες
οι οποίοι προαναφέρθηκαν.
Στην αυγή
του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα το 1901 παρατηρούμε ότι υπάρχει μία μικρή
μεταβολή στην έκταση του ελληνικού κράτους συγκριτικά με το 1881. Η μείωση από
63.606 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα σχετίζεται με
τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η Συνθήκη Ειρήνης της Κωνσταντινούπολης
προέβλεπε ρυθμίσεις στη θεσσαλική συνοριακή γραμμή με μικρές βελτιώσεις υπέρ
των Τούρκων. Στα εδάφη αυτά δεν βρίσκονταν κατοικημένες περιοχές, εκτός από ένα
χωριό, την Κουτσούφλιανη, το οποίο οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν και
εγκαταστάθηκαν νοτιότερα σε ελληνικό έδαφος. Από την άλλη, ο πληθυσμός στο ίδιο
χρονικό διάστημα αυξάνεται από 2.004.000 σε 2.521.000, μία μεταβολή που
οφείλεται και αυτή σε παράγοντες για τους οποίους έγινε λόγος προηγουμένως.
Παρόμοια
κατάσταση επικρατεί και στην επόμενη μέτρηση (1911) σύμφωνα με την οποία η
έκταση παραμένει αμετάβλητη, ενώ η αύξηση του πληθυσμού δεν είναι πολύ
σημαντική (2.521.000 σε 2.701.000). Σε αυτό συνέβαλλε και η υπερπόντια
μετανάστευση εξαιτίας της αγροτικής κρίσης που είχε ξεκινήσει στα τέλη του
προηγούμενου αιώνα και η οποία οδήγησε στη μετακίνηση των ανθρώπων της υπαίθρου
στα αστικά κέντρα του εξωτερικού (λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, Δούναβης,
Νότια Ρωσία, Μικρά Ασία, Αίγυπτο, Αμερική).
Παρά
ταύτα, για την Ελλάδα η δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες
περιόδους της ιστορίας της. Ως προς την έκταση, το 1914, παρατηρούμε ότι αυτή
σχεδόν διπλασιάζεται, αφού από 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα αγγίζει τα 120.000
τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αυτή η μεταβολή οφείλεται στη νικηφόρα έκβαση των
Βαλκανικών πολέμων για την Ελλάδα. Μετά τη λήξη αυτών και κυρίως με τη συνθήκη
του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) περιήλθαν στην Ελλάδα η Ήπειρος, η Μακεδονία, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου
και η Κρήτη. Αυτό, βέβαια, είχε ως φυσικό επακόλουθο και την αύξηση του
πληθυσμού από 2.701.000 σε 4.818.000 κατοίκους. Αξίζει να επισημανθεί ότι μέσα
στα σύνορα υπήρχε και ισχυρή παρουσία μειονοτικών ομάδων κυρίως μουσουλμάνων. Έτσι,
τα εδάφη της χώρας αυξήθηκαν κατά 70% περίπου και ο πληθυσμός κατά 80%.
Ένα χρόνο
μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, ξεκίνησε, το 1914, ο Α’ Παγκόσμιος
πόλεμος ο οποίος τελείωσε το 1918. Βέβαια, η Ελλάδα δεν πήρε μέρος σε αυτόν από
την αρχή. Εισήλθε μόλις το 1917 λόγω εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων που
σημειώθηκαν επί του ζητήματος της συμμετοχής ή μη της χώρας στον πόλεμο μεταξύ
του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Παρά το
σύντομο της συμμετοχής της η έκβαση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου για την
Ελλάδα ήταν επιτυχής και αποτυπώνεται τόσο στην έκτασή της το 1920 (από 120.000
τετρ. χλμ. σε 150.833 τετρ.χλμ.) όσο και στον πληθυσμό της (από 4.818.000 σε
5.531.000 κατοίκους). Η μεταβολή αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υπογραφή
δύο συνθηκών: της Συνθήκης του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919) και των Σεβρών (Αύγουστος
1920) με τις οποίες θα ενσωματώσει τη Δυτική και Ανατολική Θράκη και την
περιοχή της Σμύρνης αντίστοιχα. Έτσι, το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, δηλαδή της Ελλάδας
«των δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών» φαίνεται να γίνεται απτή πραγματικότητα.
Η ευφορία,
όμως, δε θα κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού η ήττα του Βενιζέλου
στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, η απόφαση του βασιλιά Κωνσταντίνου να
συνεχίσει τον πόλεμο στη Μικρά Ασία, η ολοκληρωτική ήττα στη μικρασιατική
εκστρατεία και η υπογραφή της δυσβάσταχτης Σύμβασης και Συνθήκης της Λοζάνης το
1923 είχαν ως τραγικό αποτέλεσμα η Ελλάδα να απολέσει την Ανατολική Θράκη, την
Ίμβρο, την Τένεδο και την περιοχή της Σμύρνης και έτσι η έκτασή της να μειωθεί
όπως φαίνεται το 1928 (από 150.833 τετρ. χλμ σε 130.199 τετρ. χλμ). Αυτή η
έκταση θα διατηρηθεί αμετάβλητη και το 1936. Πρέπει, όμως, να εστιάσουμε στον
πληθυσμό, όπως αυτός αποτυπώνεται το έτος 1928. Παρατηρούμε ότι, παρά το
γεγονός ότι η χώρα συρρικνώθηκε εδαφικά, εντούτοις ο πληθυσμός αυξήθηκε
(περίπου κατά 20%). Η εξήγηση αυτής της κατάστασης είναι μία: η άφιξη και η
μόνιμη εγκατάσταση ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων (1.230.000 Έλληνες χριστιανοί
και 45.000 Αρμένιοι) που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή
(1922). Η αύξηση, τέλος, που παρατηρείται στον πληθυσμός το 1936 οφείλεται στη
φυσική αύξηση του πληθυσμού (από 6.205.000 το 1928 σε 7.050.000 το 1936).
(Βασική επισήμανση: ιδιαίτερη
προσοχή στα έτη 1838, 1871, 1881, 1911, 1914, 1920, 1928)
(Ιστορική γνώση που
χρησιμοποιήθηκε από το σχολικό βιβλίο: σελ. 11,13,15,49,50,96,116,135,137,140,144,149,150)
Επιμέλεια απάντησης
Τσάντζαλος Π. Απόστολος, M.Sc.
Φιλόλογος/Ιστορικός
- Κοινωνιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου